- άλαδε
- ἅλαδε επίρρ. (Α)προς τη θάλασσα, στη θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επίρρ. κατάλ. -δε).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἅλαδε — to indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλαδ' — ἅλαδε , ἅλαδε to indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SEPTEMBER — quod septimus esset a Martio, quem principem anni constituerat Romulus, dictus est, teste Varrone de Lingua Lat. l. 5. ubi scribit, menses reliquos a Iunio ad Decembrem usque a numero dictos. Quem cum Senatus in Tiberii Aug. honorem Tiberium… … Hofmann J. Lexicon universale
δε — (I) δὲ (Α) (δεικτικό εγκλιτικό μόριο) 1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε προς το σπίτι, προς την πατρίδα β. Ἐλευσίναδε προς την Ελευσίνα) 2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε προς τον γιο τού Πηλέως) 3.… … Dictionary of Greek
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek